Θέση – Ονομασία
Ο Άσσος βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες των Θεσπρωτικών ορέων (Μπαλντενέζι). Ο Άσσος έχει υψόμετρο 426 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας σε γεωγραφικό πλάτος 39,3439012306 και γεωγραφικό μήκος 20,7639467788.
Η τοποθεσία αυτή είναι μοναδική, με άριστες κλιματολογικές συνθήκες. Συνορεύει ανατολικά με τις Παπαδάτες και τα Μελιανά, νότια με το Νικολίτσι. βόρεια με Μελιανά, Δερβίζιανα και Πολυστάφυλο και δυτικά στην κορυφογραμμή των Θεσπρωτικών ορέων με το Πολυστάφυλο και το Σκιαδά. Χτισμένο το χωριό σε ημιορεινό έδαφος παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηπειρώτικου τοπίου. Η έκταση του χωριού είναι 16.000 στρέμματα. Ο ξεροπόταμος και τα ρέματα καταλαμβάνουν 4.000 στρέμματα.
Διασχίζεται από τη 10η επαρχιακή οδό Θεσπρωτικού – Δερβιζιάνων και απέχει από το Θεσπρωτικό 12χλμ., την Πρέβεζα 45 χλμ., τα Ιωάννινα 52 χλμ., την Άρτα 40χλμ., από τη Φιλιππιάδα 26,5 χλμ ( Μέσω Ρωμηάς) και 35΄5 χλμ (Μέσω Στεφάνης), από τα Δερβίζιανα 8χλμ και από την Αθήνα 400χλμ. Διοικητικά ανήκει στο Νομό Πρεβέζης.
Αναφέρεται ότι στη θέση του σημερινού Άσσου υπήρχε κτισμένη η αρχαία Άσσος (η), η οποία καταστράφηκε εκ θεμελίων από τον Αιμίλιο Παύλο το 167 π. Χ. μαζί με άλλες 70 ηπειρώτικες πόλεις. Νότια του χωριού έχουν εντοπισθεί λείψανα αρχαίων κτισμάτων εκτάσεως τριών στρεμμάτων. Τον οικισμό αναφέρει ο πρωτοβυζαντινός συγγραφέας Στέφανος Βυζάντιος και πρόσφατα ο Χάμμοντ, οι δε κάτοικοι ονομάζουν τη θέση Παλαιοχώρι ή Κεράσοβο, χωρίς μέχρι σήμερα να υπάρχουν αποδείξεις. Πιθανότερη εκδοχή η αρχαία Άσσος να είναι αποικία της αρχαίας ελληνικής πόλης Άσσος (η) στην περιοχή της Τρωάδας στα παράλια της Μ. Ασίας απέναντι από τη Λέσβο στις βόρειες ακτές του Αδραμυττηνού κόλπου. Η Άσσος αρχικά ήταν φοινικικός εμπορικός σταθμός και μετά (πριν από το 1000 π.Χ) πρωτεύουσα των Λελέγων. Στη συνέχεια έγινε αποικία των Μηθυμναίων της Λέσβου. Οι κάτοικοι δέχονταν συχνές επιθέσεις από λαούς της Ανατολής, Λυδούς και Πέρσες και μερικές φορές πέρασαν στην κυριαρχία τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάτοικοι της πόλης να μεταναστεύσουν. Ένα μέρος από τους μετανάστες βρέθηκε στην περιοχή της Δωδώνης και μάλιστα κατοίκησε περί των Σελλών. Έτσι κατά πάσα πιθανότητα ιδρύθηκε το χωριό μας και φυσικά στην αποικία δόθηκε το όνομα της μητρόπολης. Ο Άσσος έχει δύο οικισμούς, του Άσσου (υψόμετρο 426μ.) και του Κερασόβου (υψόμετρο 260 μ.), που αντιστοιχούν στις ενορίες του Αγίου Γεωργίου και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Το όνομα Νάσσ(ι)αρη ή Νάσια προήλθε κατά μία εκδοχή από παράφραση της αρχαίας πόλης Άσσος (η), Άσσαρη-Νάσσ(ι)αρη, και οι κάτοικοί Ασσαρίτες-Νασσ(ι)αρίτες κατά τα μέσα του 7ου μ. Χ αιώνα όταν η περιοχή κατακτήθηκε από τους Σλάβους (630 μ.Χ). Κατά άλλη εκδοχή, ίσως από όνομα αρχηγού πατρυιάς και πρέπει να γράφεται στην γενική πτώση, του Νάσσ(ι)αρη.
Κοντά του βρίσκονται το προϊστορικό Κάστρο της Βέλλιανης, οι αρχαίες Βατίες (7ος-6ος αι. π. Χ.) και άλλα απομεινάρια αρχαίων οικισμών. Ανήκε στη χώρα των Κασσωπαίων, επί Βυζαντίου στην Επαρχία Παλιάς Ηπείρου με έδρα τη Νικόπολη και από το 1204 στο Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Άρτα.
Το 1480 μ.Χ. καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και τίθεται υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας. Στο διάστημα 1400-1500 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες Έλληνες Αλβανόφωνοι, που έφεραν μαζί τους εικόνα της Παναγίας Λαμποβίτισσας αλλά και την αρβανίτικη διάλεκτο. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε έκταση της Σταυροπηγιακής Μονής Λαμπόβου. Από το 1520 ανήκε στο αρματολίκι Λούρου και το διάστημα 1746-1790 στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία.
Την άνοιξη του έτους 1779 ο Πατρο-Κοσμάς ακολουθώντας τη διαδρομή Κατζάς-Λέλοβα-Παπαδάτες-Νάσσιαρη-Νικολίτσι-Ντάρα- Λέλοβα-Κρανιά , πέρασε από το χωριό και δείχνοντας προς τον κάμπο κάποιον χωριανό που όργωνε, αν και ήταν Κυριακή, είπε: «Ένας να μένει από το σόϊ του».
Παύλος Γεωργίου Χρήστου
Δάσκαλος
Αθήνα 30 Μαρτίου 2015