Οικονομική Κατάσταση
.
Η οικονομική κατάσταση των κατοίκων του Άσσου δεν ήταν καθόλου καλή. Με σκληρή δουλειά, με κόπο και θυσίες κατόρθωναν να επιβιώνουν. Κύρια ασχολία των κατοίκων η εκτροφή οικόσιτων και μικρών κοπαδιάρικων ζώων και η γεωργία, την οποία δεν ευνοούσε ο μικρός αλλά και τεμαχισμένος κλήρος. Καλλιεργούσαν καλαμπόκι, σιτάρι, τριφύλλι, βρώμη, βρίζα, κριθάρι, ρεβίθια, πατάτες, κλπ. Επίσης καλλιεργούσαν σκόρδα και κρεμμύδια, τα οποία εμπορεύονταν (ανταλλακτικό εμπόριο). Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές της δεκαετίας του 1960 καλλιεργούσαν και αρκετή ποσότητα καπνού σε ξερικά χωράφια. Τη γεωργία ευνοούσαν και οι πολλές υδάτινες πηγές που διαθέτει το χωριό. Μεγάλες όμως ποσότητες νερού χάνονταν γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα αποθήκευσής του σε στεγανές δεξαμενές αλλά σε πρόχειρες κατασκευασμένες ( με χώμα και πέτρες) καθώς επίσης και ότι η απόσταση των χωραφιών από τις πηγές σε πολλές περιπτώσεις ήταν αρκετά μεγάλη και οι αύλακες που οδηγούσαν το νερό από την πηγή στο χωράφι χωμάτινοι. Μεγάλες ποσότητες νερού εξοικονομήθηκαν με την κατασκευή, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αρχές δεκαετίας 1960, τσιμεντένιων δεξαμενών αποθήκευσης νερού καθώς και με την κατασκευή τσιμενταυλάκων. Στην άρδευση των χωραφιών του χωριού βοήθησε πολύ και η αξιοποίηση του νερού του ποταμού που διασχίζει τον κάμπο του Άσσου. Παλαιότερα με πρόχειρα φράγματα (δέση) οδηγούσαν το νερό στα χωράφια και αργότερα με τη χρήση μηχανών (μοτέρ) άντλησης νερού. Ο κήπος δεν έλειπε από κανένα ασσιώτικο σπίτι και μάλιστα αρκετοί καλλιεργούσαν μεγάλες ποσότητες κηπευτικών, τα οποία εμπορεύονταν. Στο χωριό και γενικά στην περιοχή ευδοκιμεί μεγάλη ποικιλία φρούτων.
Οι κάτοικοι επιμελώς φρόντιζαν τα οπωροφόρα δέντρα και έτσι υπήρχε μεγάλη ποικιλία φρούτων και μάλιστα σε επαρκείς ποσότητες. «Οξυγόνο» στην οικονομία του Άσσου ήταν η καλλιέργεια των ελαιόδεντρων. Εξασφάλιζαν τις βρώσιμες ελιές, το λάδι της χρονιάς και κάποιο χρηματικό εισόδημα. Η παραγωγή ασβέστη με την αποσύνθεση ασβεστόλιθων (ανθρακικού ασβεστίου) σε ειδικούς κλιβάνους (ασβεσταριές) που κατασκεύαζαν οι ίδιοι με πολύ κόπο και σε θερμοκρασία μικρότερη από 1200ο c ήταν μία από τις οικονομικές δραστηριότητες κατοίκων του Άσσου. Τον ασβέστη χρησιμοποιούσαν ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των σπιτιών, ως απολυμαντικό υλικό και μεγάλες ποσότητες τις εμπορεύονταν. Επίσης παρασκεύαζαν ξυλοκάρβουνο με την καύση ξύλων, απουσία αέρος, σε ειδικούς κλιβάνους (καμίνια) που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Όλες τις ποσότητες ξυλοκάρβουνου τις εμπορεύονταν. Οι πρώτοι Ασσιώτες οικονομικοί μετανάστες χρονολογούνται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (Λαμπρούσης Γεώργιος του Ευθυμίου ή Γιωρθύμιος) στο Μεσολόγγι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 βρέθηκαν στο Αγρίνιο ο Χούσης Ιωάννης (Νάκη-Πάνης) και μετά από λίγα χρόνια ο Κατσάνος-Πανταζής Παναγιώτης του Αναστασίου (Ντουλ-Τάσης) με τον αδελφό του Ιωάννη (Νάκη-Πανταζή) και ο Κατσάνος Θεόδωρος (Σιώζη-Νάκος) . Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 βρίσκονται στην Καβάλα για μερικά χρόνια ως οικονομικοί μετανάστες εννέα Ασσιώτες: Νάκιας Φώτιος του Λάμπρου (Φώτη-Νάκιας) με τον αδελφό του Δημήτριο (Τούση-Λάμπρο-Νάκια), Παφίλας Σπυρίδων του Δημητρίου (Σπύρο Μήτρος), Δήμας Χρήστος του Θεοδώρου (Τάκη-Θόδωρος), Κατσάνος Γεώργιος του Νικολάου (Γιώργο Κολιός) με τον αδελφό του Αθανάσιο (Νάσιο-Κολιό), Κατσάνος Σπυρίδων του Κωνσταντίνου (Πήλιο-Κωνσταντή-Πήλιος), Μήτσιος Χρήστος του Αναστασίου και της Πανάγιως (Τάκη-Ναστάση-Χρήστος) και Ζήκας Θωμάς του Αναστασίου και της Χρυσαυγής (Θωμά Ζήκας). Στα τέλη δεκαετίας του 1950 για χρονικό διάστημα από μερικούς μήνες μέχρι και λίγα χρόνια, Ασσιώτες βρίσκονται στα ορυχεία του Βελγίου: Δήμας Πέτρος του Θεοδώρου (Πέτρο-Θόδωρος), Λαμπρούσης Δημήτριος του Παναγιώτη (Δημητράκη-Πάνος), Δήμας Σπυρίδων του Ευθυμίου (Πήλιο-Θύμιος), Παφίλας Κωνσταντίνος του Νικολάου (Κώτση-Παφίλας), Παφίλας Ιωάννης του Γεωργίου (Γιάννη-Παφίλας), Χούθης Χρήστος του Ευθυμίου (Τάκη-Παπάς), Δήμας Λάμπρος του Αθανασίου (Λάμπρο-Νάσιος) και Γούλας Περικλής του Αναστασίου (Περικλή-Γούλας). Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (αρχές του 1950) είχαν αρχίσει Ασσιώτες να έρχονται στην Αθήνα. Ο πρώτος υπερατλαντικός οικονομικός μετανάστης (πήγε στην Αυστραλία το 1952) είναι ο Θεοδώρου Χρήστος του Νικολάου και της Αφροδίτης (Χρηστάκη-Κολιό-Νάκης), ακολούθησε το 1958 ο αδελφός του Αχιλλέας, στη συνέχεια η Κατσάνου Ουρανία του Ιωάννη και της Μαρίας (κόρη του Νάκο-Θωμά) και αργότερα ο Κατσάνος Παναγιώτης του Νικολάου (Πάνο-Νίκο-Τσίλης). Τελευταία, πριν από δύο περίπου χρόνια και ο Θεοδώρου Νικόλαος του Αχιλλέα και της Ελένης (Νίκο-Αχιλλέας). Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα για το εξωτερικό άρχισε το 1960 προς την τότε Δυτ. Γερμανία. Σχεδόν όλο το εργατικό δυναμικό του χωριού μας βρέθηκε στη Γερμανία για εργασία. Μόνο οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παρέμειναν στο χωριό. Ακόμα και σήμερα πολλοί Ασσιώτες βρίσκονται εκεί. Οι Δήμας Πέτρος του Θεοδώρου και της Γεωργίας (Πέτρο-Θόδωρος), Κατσάνος Θωμάς του Ανδρέα και της Ευθαλίας(Θωμά-Ανδρέας) και Παφίλας Χρήστος του Σπυρίδωνα και της Αλεξάνδρας (Κίτσο-Σπύρος) είναι οι τρείς πρώτοι οικονομικοί μετανάστες στη Δυτ. Γερμανία (3 Σεπτεμβρίου 1960). Η ποιοτική αναβάθμιση της ζωής των κατοίκων είναι εμφανής. Η κατοικία, η διατροφή, το ντύσιμο, η εκπαίδευση κ.λπ. γνώρισαν θεαματική εξέλιξη.
Παύλος Γεωργίου Χρήστου
Δάσκαλος
Αθήνα 30 Μαρτίου 2015